Ήμουν δεν ήμουν 5 χρονών από τότε που άρχισα να θυμάμαι τον εαυτό μου στις πρωινές καθημερινές εξορμήσεις μου με τον παππού Γιάννη...
Με έσερνε μαζί του, όπου κι αν πήγαινε, μαζί και η αδερφή μου...
Ήμασταν αυτοκόλλητοι... μαζί στον καφενέ του χωριού, μαζί στα ψώνια, μαζί στην εκκλησία...
Ο παππούς Γιάννης είχε μεγάλη αγάπη με την εκκλησία.
Από τότε που βγήκε στη σύνταξη, αφιέρωνε χρόνο στο Θεό... ψάλτης από χόμπυ...
Και στο σπίτι, η βιβλιοθήκη γεμάτη από χριστιανικά βιβλία...
-"Τι τα θες όλα αυτά Γιάννη", φώναζε η γιαγιά κάθε που ξεσκόνιζε.
Μα ο παππούς, σιωπηλός πάντα... ποτέ δε θυμάμαι να πήρε απάντηση η γιαγιά...
Εμείς να δεις πως τα χρησιμοποιούσαμε! Κάναμε τη βάφτιση της γα'ι'δάρας με δαύτα, την κηδεία του σπουργιτιού που είχε βρει άδοξο τέλος στο παρτέρι του σπιτιού... και πόσα ακόμη!
Η μέρα ήταν Κυριακή, ημέρα εκκλησιασμού...
Νωρίς το πρωί, και μεις χουχουλιάζαμε κάτω από τις ζεστές βελουτέ κουβέρτες μας...
Η ίδια φωνή πάλι με ξυπνά:
-"Άι μαρή, σηκ' (σήκω), ντύσ' (ντύσου), πλύσ' (πλύσου), χτενίσ' (χτενίσου)! Ξημέρ(ω)σε!"
-"Αχ γιαγιάκα, άσε με να κοιμηθώ λίγο ακόμα! Κυριακή σήμερα!"
Το ίδιο τροπάριο σε καθημερινή βάση... αυστηρή γιαγιά, αλλά τη συγχωρούσα μέσα μου.
Ο παππούς, μας περίμενε καρτερικά φορώντας το καλό του κουστουμάκι, το γιλεκάκι του, τη γραβατούλα του και τα φρεσκογυαλισμένα σκαρπίνια του...
-"Ελάτε κορίτσια, χτύπησε η πρώτη καμπάνα! Δεν είναι σωστό να αργήσουμε".
Είχαμε φορέσει ήδη τα κουκλίστικα φορεματάκια μας, τα μούγερ παπουτσάκια μας και έχοντας χτενίσει το μακρύ μας μαλλί κάνοντας χωρίστρα στο πλάι, ήμασταν έτοιμες να κατηφορήσουμε το στενό.
Η εκκλησία βρισκόταν μόλις 5 λεπτά από το σπίτι, γι'αυτό και δεν αργήσαμε να φανούμε.
Ο παππούς Γιάννης μας μοίρασε ψιλά για να πάρουμε κεράκια...
-"Τρία κεράκια κορίτσια η κάθε μια... ένα για τον ύψιστο, ένα για τους αγγέλους και ένα για τους φτωχούς"...
Το μανουάλι ευτυχώς ήταν στα μέτρα μας, αλλά για τις εικόνες λίγη βοήθεια τη χρειαζόμασταν πάντα.
Πριν προλάβουμε να το ζητήσουμε, ο παππούς είχε προλάβει να μας σηκώσει.
-"Ελάτε τώρα εδώ μαζί μου στο ψαλτήρι μη σας χάσω"...
Ακούγαμε όλη τη λειτουργία με απόλυτη προσοχή και σύνεση...
-"Τώρα θα πει ένα παιδάκι "το Πιστεύω", μου είπε ο παππούς... "Θα το μάθεις και συ καλά όταν μεγαλώσεις και θα το πεις και συ μια μέρα", με παρότρυνε.
-"Εντάξει παππού, θα το μάθω απ'έξω!", αποκρίθηκα...
Και πραγματικά μεγαλώνοντας το έμαθα πολύ καλά, μα ποτέ δεν τόλμησα να το απαγγείλω μπροστά σε κόσμο...
Η πίστη μας, ναι... είναι ανάγκη να πιστεύουμε κάπου, σε μια ανώτερη δύναμη, σε ένα Θεό ίσως...
Όμως νιώθω πολλές φορές να μας εγκαταλείπει...
Σπάνια ζητάω χάρες από το Θεό, έτσι και τη φορά που τον χρειάστηκα περισσότερο από όλες στη ζωή μου και προσευχήθηκα σε αυτόν, εκείνος με εγκατέλειψε...
Και από τότε, τον εγκατάλειψα και εγώ... μάλλον... έτσι νομίζω... και δεν ξέρω αν με συγχώρεσε, αν και έτσι έχω ακούσει, ότι συγχωρεί γιατί είναι μεγαλόψυχος και μεγαλοδύναμος...
Τελικά είναι ανάγκη ή όχι το να πιστεύουμε στο Θεό;
Και αν τελικά πιστεύουμε σε κείνον και κείνος μας εγκαταλείπει, γιατί θα πρέπει να εξακολουθούμε να πιστεύουμε σε αυτόν;
Μήπως δεν υπάρχει τελικά;
Όλες αυτές οι απορίες έχουν σφηνωθεί στο μυαλό μου τα τελευταία χρόνια... και όσο σκέφτομαι και ξανασκέφτομαι, σαφή εξήγηση δε μπορώ να δώσω...
Έτσι θέλησα να μοιραστώ τις σκέψεις μου μαζί σας, μήπως και οι δικές σας σκέψεις με βοηθήσουν να λύσω το γρίφο της πίστης...